νηστικάδα

νηστικάδα
η голодный запах (изо рта)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νηστικάδα" в других словарях:

  • νηστικάδα — η [νηστικός] η ιδιαίτερη δυσάρεστη γεύση και οσμή που έχει το στόμα τού νηστικού …   Dictionary of Greek

  • νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νηστικουλίδα — η η νηστικάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστικούλης + κατάλ. ίδα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»